Αρχή / Ανακοινώσεις / Πόσο επηρεάζει η οικονομική κρίση τη διατροφή μας

Πόσο επηρεάζει η οικονομική κρίση τη διατροφή μας

shopping-basket_1868430b

Η οικονομική κρίση, τα τελεταία χρόνια, έχει αλλάξει πολλές από τις συνήθειες μας, ανάμεσα στις οποίες και οι διατροφικές μας.

Οι ώρες δουλειάς, οι οικονομικές απαιτήσεις, η αλλαγή στην ψυχολογία, η περιορισμένη αγοραστική ικανότητα μας είναι κάποιοι βασικοί παράγοντες που έχουν αλλάξει αυτά τα χρόνια της κρίσης. Ατόμα που ανήκουν ειδικότερα σε χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα έχουν αναγκαστεί επίσης να καλύπτουν πλέον τις βασικές τους ανάγκες, μέσα στις οποίες είναι και οι διατροφικές, με ένα χαμηλότερο προϋπολογισμό και συνολικό κόστος και με επιλογές συχνά χαμηλότερες σε θρεπτική αξία.

Αν και προσέχουμε πλέον περισσότερο τι και πόσο ψωνίζουμε, αν και αποφεύγουμε το περιττό, συχνά επιλέγουμε το οικονομικότερο προϊόν, αφού η τιμή αποτελεί περισσότερο τη βασική αιτία επιλογής, εις βάρος συχνά ακόμα και της ίδιας της ποιότητας. Οι άνθρωποι προκειμένου να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, καταφεύγουν σε τρόφιμα με υδατάνθρακες και λίπος και τροφές με υψηλή ενεργειακή αξία, παραβλέποντας την ποιότητα της τροφής, δηλαδή αγνοώντας το περιεχόμενο της τροφής σε βιταμίνες και σε μικροθρεπτικά συστατικά, όπως π.χ. αυτά βρίσκονται στο ψάρι, τα δημητριακά ολικής, τα φρούτα και τα λαχανικά.

Τι δείχνουν οι έρευνες;

Στοιχεία από επίσημες έρευνες έχουν δείξει ότι το 20,1% του ελληνικού πληθυσμού απειλείται από τη φτώχεια, ενώ το 22,7% του φτωχού πληθυσμού και το 4,2% του μη φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι στερείται διατροφής. Επίσης έρευνα του 2011 είχε δείξει ότι το 78% των νοικοκυριών αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στην κάλυψη αναγκών, το 68,4% κάνει περικοπές στην κατανάλωση ειδών διατροφής, το 50% διαθέτει μόνο το 2,2% του εισοδήματός του για τρόφιμα, το 88% περιόρισε δαπάνες για εστιατόρια και το 13% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι το εισόδημά του δεν επαρκεί ούτε για την κάλυψη των αναγκαίων.

Διατροφή και οικονομική κρίση

To κόστος των τροφίμων αποτελεί πρωταρχικό καθοριστικό παράγοντα για την επιλογή τους (σχέση κόστους/ εισοδήματος/ κοινωνικοοικονομικής κατάστασης). Για αυτό και ομάδες ανθρώπων χαμηλότερους εισοδήματος έχουν μεγαλύτερη τάση προς την υιοθέτηση κακών διατροφικών επιλογών και συνηθειών (χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πάντα ότι η υψηλότερη οικονομική άνεση ισοδυναμεί αυτόματα με ένα καλύτερο διαιτολόγιο και καλύτερες και ποιοτικότερες διατροφικές επιλογές). Αντίθετα, μελέτη της Α’ Καρδιολογικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε 3.000 κατοίκους της Αττικής, έδειξε ότι τα άτομα με ανώτερη και ανώτατη μόρφωση κατανάλωναν περισσότερα φρούτα, ψάρια και λαχανικά και λιγότερα λιπαρά. Τα κύρια αίτια που οδήγησαν στα παραπάνω αποτελέσματα ήταν το αυξημένο κόστος της υγιεινής διατροφής.

Βέβαια, αν και σε καιρό οικονομικής κρίσης θα περίμενε κανείς να αναφέρονται περισσότερα κρούσματα υποσιτισμού, οι διεθνείς έρευνες καταγράφουν το λεγόμενο «το παράδοξο της πείνας με παχυσαρκία» (the hunger-obesity paradox). Στις δυτικές κοινωνίες, όπως η Ελλάδα, η οικονομική ανέχεια σπάνια συνδέεται με υποθρεψία. Αντίθετα έχει συχνότερα την εικόνα αύξησης του σωματικού βάρους και τελικά έξαρσης της παχυσαρκίας. Μελέτες μάλιστα αποδεικνύουν ότι όσο χαμηλότερο το εισόδημα τόσο πιο αυξημένο το μέσο σωματικό βάρος των ενηλίκων και καταδεικνύουν επίσης ότι το ποσοστό παχυσαρκίας των φτωχών είναι μεγαλύτερο, από αυτό των μη φτωχών.

Οι ακριβείς μηχανισμοί με τους οποίους η οικονομική στενότητα αυξάνει τα επίπεδα της παχυσαρκίας, βρίσκονται ακόμη υπό διερεύνηση και πιθανότερες αιτίες είναι: οι τιμές των τροφίμων, η μειωμένη σωματική άσκηση λόγω περιορισμένης προσβασιμότητας σε γυμναστήρια, γήπεδα κ.α., η φτηνή ψυχαγωγία με την τηλεόραση στο σπίτι, το στρες.

Υπάρχουν και θετικά στοιχεία της κρίσης;

Επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι το 65% των Ελλήνων κάνουν αναγκαστικά μια στροφή στη Μεσογειακή διατροφή, λόγω της οικονομικής κρίσης και ότι 9 στους 10 καταναλωτές διαμορφώνουν νέες αγοραστικές συνήθειες, αγοράζοντας λιγότερα προϊόντα, ίσως τα πιο απαραίτητα, αποφεύγοντας υπερβολές.

Τέλος, μια ακόμα αλλαγή προς το καλύτερο, όσο αφορά τις διατροφικές μας συνήθειες, αφορά την επιστροφή στο σπιτικό και πιο υγιεινά μαγειρεμένο φαγητό, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία υπάρχει μία αύξηση κατά 4% στο ποσοστό των καταναλωτών που δεν τρώνε κανένα απολύτως γεύμα εκτός σπιτιού και μία ταυτόχρονη μείωση κατά 7% στον αριθμό όσων τρώνε φαγητό έξω, λίγες φορές την εβδομάδα.

Aπο τον Χάρη Δημοσθενόπουλο

 

Top